Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή χαρακτηρίζεται από ιδεοληψίες, δηλαδή επίμονες και επαναλαμβανόμενες ιδέες, εικόνες ή παρορμήσεις που, συνήθως βιώνονται από τον ασθενή σαν ανεπιθύμητες και του προκαλούν άγχος. Συνήθως, οι ιδεοληψίες οδηγούν σκόπιμες συμπεριφορές ή νοητικές δραστηριότητες με στόχο την μείωση του άγχους που προκαλούν, οι οποίες ονομάζονται καταναγκασμοί.
Οι ιδεοληψίες μπορούν να έχουν διάφορες μορφές, όπως μόλυνσης, ελέγχου, ταξινόμησης, βιαιότητας, κοινωνικά απαράδεκτης συμπεριφοράς, παθολογικής αμφιβολίας. Στο 60% των περιπτώσεων υπάρχουν πολλαπλές ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμοί. Το 75% των περιπτώσεων εμφανίζουν και ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς, ενώ οι υπόλοιποι μόνο ψυχαναγκασμούς ή σπανιότερα μόνο ιδεοληψίες.
Για παράδειγμα, ο ασθενής μπορεί να αναρωτιέται αν έσβησε την κουζίνα (ιδεοληψία) και να ελέγχει πολλές φορές, συχνά με τελετουργικό τρόπο, το διακόπτη. Το άτομο αναγνωρίζει ότι η συμπεριφορά του είναι υπερβολική ή μη ρεαλιστική αλλά δεν μπορεί να την σταματήσει.
Αρχικά, ο ασθενής προσπαθεί να αντισταθεί στις ιδεοληψίες και τους ψυχαναγκασμούς, αλλά καθώς η νόσος εξελίσσεται χαλαρώνει την αντίδρασή του και μετά από χρόνια είναι απολύτως παραδομένος στις ιδεοληψίες και τους ψυχαναγκασμούς. Η επίγνωση του νοσηρού, παρότι θεωρείται σημαντική για τη διάγνωση, συχνά είναι ατελής, ιδίως σε περιόδους που οι ιδεοληψίες είναι έντονες.
Πυρηνικά χαρακτηριστικά της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής είναι: α) η παθολογική εκτίμηση του κινδύνου, εδώ ανήκει και η παθολογική εκτίμηση της επικινδυνότητας της σκέψης, β) η παθολογική αμφιβολία , που διερευνά όλα τα πιθανά και απίθανα εναλλακτικά σενάρια μιας υπόθεσης (ή αδυναμία ολοκλήρωσης) και γ) το αίσθημα του ατέλειωτο, δηλαδή πως όλα πρέπει να γίνουν όπως πρέπει.
Η πορεία είναι χρόνια στο 54-61%, με διακυμάνσεις και με εξάρσεις και υφέσεις. Η πρόγνωση είναι καλύτερη εάν η έναρξη της διαταραχής έγινε σε μεγαλύτερη ηλικία., τα συμπτώματα είναι μέτριας βαρύτητας, δεν υπάρχει διαταραχή προσωπικότητας, το οικογενειακό ιστορικό είναι αρνητικό, δεν υπάρχουν νοσηλείες, εντοπίζεται εκλυτικός παράγοντας, η νόσος εμφανίζει πορεία ε εξάρσεις και υφέσεις και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα παράξενες ιδέες.
Ο επιπολασμός βίου είναι περίπου 2,5% και η αναλογία ανδρών γυναικών είναι σχεδόν ίδια (υπερέχουν ελαφρά οι γυναίκες). Εμφανίζει σημαντική συννοσηρότητα με τις διαταραχές ιδεοψυχαναγκαστικού φάσματος, με την κατάθλιψη και άλλες αγχώδεις διαταραχές. Διαταραχή προσωπικότητας υπάρχει στο 50% περίπου, αλλά ιδεοψυχαναγκαστική προνοσηρή προσωπικότητα αναφέρεται μόνο στο 10-25% των ασθενών με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Η φαρμακευτική θεραπεία πρώτης εκλογής για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι οι SSRIs, π.χ. φλουοξετίνη, παροξετίνη, φλουβοξαμίνη και σερτραλίνη. Έχει αποδειχθεί πως είναι το ίδιο αποτελεσματικοί με την χλωριμιπραμίνη, οι SSRIs δεν έχουν όμως τις έντονες αντιχολινεργικές ανεπιθύμητες ιδιότητες της χλωριμιπραμίνης.
Απαιτούνται υψηλότερες δόσεις σε σύγκριση με την κατάθλιψη και διάρκεια θεραπείας τουλάχιστον 8-12 εβδομάδες. Επί αποτυχίας μπορεί να χορηγηθεί άλλος SSRIs. Η ανταπόκριση, γενικά, είναι μέτρια, με 40-60% των ασθενών να βελτιώνεται κατά 30-60% με φάρμακο πρώτης επιλογής. Επί μερικής ανταπόκρισης χρησιμοποιείται άλλος αναστολέας σεροτονίνης (χλωριμιπραμίνη ή άλλο SSRI) ή συνδυασμός για αντίστοιχη περίπτωση. Επί αποτυχίας γίνεται συνδυασμός με λίθιο (αν συνυπάρχει κατάθλιψη) ή νευροληπτικό (αν συνυπάρχουν τικ). Σε ασθενείς με αυτοκτονική διάθεση ή μείζονα καταθλιπτικό επεισόδιο μπορεί να συστηθεί ηλεκτροσπασμοθεραπεία και σε βαριά και ανθεκτικά περιστατικά μπορεί να βοηθήσει η ψυχοχειρουργική (διατομή με ακτίνες γ (μονήρη έλικα) και με εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση) σε ειδικά μόνο κέντρα (ασθενείς με αυτοκτονικότητα, σημαντικά αναπηρία από τη νόσο, που έχουν δοκιμάσει δύο διαφορετικούς αναστολείς σεροτονίνης, τρεις φαρμακευτικούς συνδυασμούς, θεραπεία συμπεριφοράς και ενδεχομένως ηλεκτροσπασμοθεραπεία χωρίς αποτέλεσμα.
Η ψυχοθεραπεία με βάση τις αρχές της συμπεριφορικής θεραπείας, επιφέρει βελτίωση των συμπτωμάτων της τάξης του 30-50% στο 75% των περιπτώσεων. Η ανταπόκριση είναι παρόμοια με αυτή της φαρμακευτικής αγωγής. Η τεχνική βασίζεται στην in vivo έκθεση του ασθενούς στις ιδεοληψίες του μέσα στο γραφείο του θεραπευτή και στον εμποδισμό της ανταπόκρισης, δηλαδή των ψυχαναγκασμών. Γίνεται επίσης προσπάθεια να εκπαιδευτεί ο ασθενής να σταματά ή να αγνοεί τις ιδεοληψίες, να εξοικειωθεί με αυτές και να τις αποδεχθεί ως μη επικίνδυνες. Η επιτυχία είναι μεγαλύτερη στους ψυχαναγκασμούς παρά τις ιδεοληψίες. Η γνωσιακή θεραπεία έχει αναπτύξει ειδικά προγράμματα για την αντιμετώπιση των ιδεοληψιών, που χρησιμοποιούνται με καλύτερα αποτελέσματα. Η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία εφαρμόζεται με αβέβαια αποτελέσματα. Συχνά, η ψυχοθεραπεία και η ΦΑ συνδυάζονται, αλλά σπάνια οδηγούν σε πλήρη ύφεση.